- ὀνοβρυχίς
- ὀνοβρυχίςcock's headfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονοβρυχίδα — (ονοβρυχίς η εδώδιμη). Πολυετής πόα της οικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυής στους βοσκότοπους της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας. Φτάνει σε ύψος τα 30 50 εκ., είναι βαθύριζη και έχει φύλλα σύνθετα, φτερωτά, με 13–25… … Dictionary of Greek
ὀνοβρυχίδος — ὀνοβρυχίς cock s head fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)